-
1 ηλικία
[иликиа] ουσ. Θ. возраст.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ηλικία
-
2 возраст
возраст η ηλικία в \возрасте от... до... (σε) ηλικία από...ως...· в \возрасте двадцати лет (σε ηλικία) είκοσι χρονών* * *мη ηλικίαв во́зрасте от... до... — (σε) ηλικία από... ως…
в во́зрасте двадцати́ лет — (σε ηλικία) είκοσι χρονών
-
3 возраст
возрастм ἡ ἡλικία:детский (юношеский, зрелый) \возраст ἡ παιδική (ή ἐφηβική, ἡ ὠριμη) ἡλικία· ◊ выйти из \возраста... πέρασα τήν ἡλικία αὐτή..., πέρασαν τά χρόνια μου... -
4 стаж
-а α.1. χρόνος, χρονική άσκηση επαγγέλματος υπηρεσίας• χρόνια εργασίας, υπηρεσίας•трудовой стаж εργάσιμα ή υπηρεσιακά χρόνια, ηλικία•
партийный -κομματ ική ηλικία•
профсоюзный стаж συνδικαλιστική ηλικία.
2. χρόνος πρακτικής εξάσκησης•проходить -περνώ πρακτική εξάσκηση.
-
5 детство
-
6 зрелый
зрелый μεστός, γινόμενος ώριμος (тж. перен.)' в \зрелыйом возрасте σε ώριμη ηλικία* * *μεστός, γινόμενος; ώριμος (тж. перен.)в зре́лом во́зрасте — σε ώριμη ηλικία
-
7 лета
лета мн. τα χρόνια (годы)' η ηλικία (возраст)' мне двадцать лет είμαι είκοσι χρονών· мы одних лет είμαστε συνομήλικοι* сколько вам лет? πόσων χρονών είστε; человек средних лет о μεσήλικας· на старости лет στα γεράματα* * *мн.мне два́дцать лет — είμαι είκοσι χρονών
мы одни́х лет — είμαστε συνομήλικοι
ско́лько вам лет? — πόσων χρονών είστε
челове́к сре́дних лет — ο μεσήλικας
на ста́рости лет — στα γεράματα
-
8 пенсионный
пенсионный συντάξιμος· \пенсионный возраст η συντάξιμη ηλικία* * *пенсио́нный во́зраст — η συντάξιμη ηλικία
-
9 стаж
стаж м: \стаж работы τα χρόνια υπηρεσίας; партийный \стаж η κομματική ηλικία* * *мстаж рабо́ты — τα χρόνια υπηρεσίας
парти́йный стаж — η κομματική ηλικία
-
10 год
годм1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα. -
11 детство
детств||ос ἡ παιδική ήλικία:с самого \детствоа ἀπό παιδί ἀκόμα· в раннем \детствое στήν βρεφική ήλικία, ἀπό μικρό· ◊ впасть в \детство ξαναμωραίνομαι. -
12 лета
летамн. (ед. год м) τά χρόνια, ἡ ἡλικία:сколько вам лет? πόσων χρονών είστε;· мие двадцать лет εἶμαι είκοσι χρονών в \летаχ ἡλικιωμένος1 средних лет μεσόκοπος, μεσήλιξ· на старости лет στά γεράματα· с детских лет ἀπ' τήν παιδική ἡλικία· ◊ сколько лет, сколько зим! σάν τά χιόνια!, ἔχω χρόνια καί ζαμάνια νά σέ Ιδώ! -
13 преклонный
преклонн||ыйприл:\преклонный возраст ἡ προχωρημένη ἡλικία· в \преклонныйом возрасте σέ προχωρημένη ήλικία. -
14 престарелый
престарелыйприл ὑπέργηρος:\престарелый возраст ἡ προχωρημένη ἡλικία, ἡ προβεβη-κυΐα ἡλικία. -
15 возраст
-а α.ηλικία•дети школьного -а παιδιά σχολικής ηλικίας•
люди одного -а άνθρωποι συνομήλικοι.
εκφρ.на -е – σε ηλικία, ώριμος (συνήθως για γυναίκες). -
16 год
-а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.1. χρόνος, χρονιά, έτος•новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•
астрономический год αστρικό έτος•
текущий год το τρέχον έτος•
солнечный -ηλιακό έτος•
хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•
учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•
урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•
круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•
из -а в год από χρόνο σε χρόνο•
в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•
в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•
который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•
ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•
через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•
с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•
без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•
год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•
на год σ’ ένα χρόνο•
за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•
с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.
2. πλθ. -ы δεκαετία•шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•
люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.
3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•
-ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•
старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.
εκφρ.он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί). -
17 девичество
-а ουδ.παρθενία, η παρθενική ηλικία•в -е στην παρθενική ηλικία, πριν την παντριά.
-
18 детство
-а ουδ. η παιδική ηλικία,τα παιδικά χρόνια• από την παιδική ηλικία, από πολύ μικρός.εκφρ.впасть в детство – γεροξεκουτιάζω, ξαναμωραίνομαι. -
19 Лета
Лета 1-ы θ.Λήθη.εκφρ.кануть в -у – ξεχνιέμαι εντελώς, παραδίνομαι στη λήθη.Лета 2лет πλθ. τα χρόνια, τα έτη. || ηλικία•человек средних лет άνθρωπος μεσήλικος.
εκφρ.в -ах – μεσήλικος•на цвете лет – στο άνθος της ηλικίας•на старости лет – στα γεράματα, στα γηρατειά•по молодости лет – λόγω της νεανικής ηλικίας•с детских лет – από τα παιδικά χρόνια; αποτην παιδική ηλικία. -
20 молодость
-и θ.νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη, τα νεανικά χρόνια•ранняя молодость το άνθος της νεότητας, τα μαγιάπριλα της ζωής•
в дни -и στη νεανική ηλικία, στα νεανικά χρόνια•
не первой -и όχι νεαρής ηλικίας, ενήλικος•
молодость прошла τα νιάτα πέρασαν.
См. также в других словарях:
ἡλικία — ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc/acc dual ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
ηλικία — η 1. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση κάποιου όντος ως τότε που γίνεται λόγος γι αυτό: Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 χρονών. – Ο Παρθενώνας έχει ηλικία γύρω στα 2.500 χρόνια. 2. κάποια περίοδος της ζωής του ανθρώπου: Εφηβική ηλικία. – Ώριμη ηλικία.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡλικίᾳ — ἡλικίαι , ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίας — ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem acc pl ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίαι — ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίαν — ἡλικίᾱν , ἡλικία time of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιέων — ἡλικία time of life fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιῶν — ἡλικία time of life fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίαις — ἡλικία time of life fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικίη — ἡλικία time of life fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)